- ταινιοειδής
- ης, ες, ταινιωτός, ή , ό[ν] ленточный;
ταινιωτός πρίων — ленточная пила
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταινιωτός πρίων — ленточная пила
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταινιοειδής — ές, ΝΜΑ 1. όμοιος με ταινία 2. φρ. «ταινιοειδής πυρήνας» ανατ. το προτείχισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + ειδής*] … Dictionary of Greek
ταινιοειδές — ταινιοειδής ribbon like masc/fem voc sg ταινιοειδής ribbon like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταινιοειδέος — ταινιοειδής ribbon like masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
μικροϊνίδιο — το 1. βιολ. στοιχείο τού κυτταροσκελετού τών ζωικών και φυτικών κυττάρων 2. βοτ. ραβδόμορφη ή ταινιοειδής δομή ποικίλου μήκους και διαμέτρου 100 250 περίπου A, που είναι ορατή μόνο στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α… … Dictionary of Greek
τένοντας — ο / τένων, οντος, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ανατ. σχοινιοειδής ή ταινιοειδής ινώδης σχηματισμός ποικίλου μήκους και με υπόλευκο χρώμα, ο οποίος συνδέει τους μυς με τα οστά ή με άλλα ανατομικά στοιχεία 2. φρ. «αχίλλειος τένοντας» ανατ. ο καταφυτικός τένοντας … Dictionary of Greek
ταινιόμορφος — η, ο, Ν ταινιοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπό μορφος] … Dictionary of Greek
ταινιώδης — ῶδες, Α [ταινία] ταινιοειδής … Dictionary of Greek
γωβιίδες — (gobiidae).Οικογένεια ψαριών που ανήκουν στην τάξη των περκομόρφων. Έχουν σώμα μικρό (μήκος έως 30 εκ.), επίμηκες, σκεπασμένο με σκληρά κεραμιδοειδή λέπια, μεγάλο και πλατύ κεφάλι, μεγάλα και ωοειδή μάτια, σιαγόνες με πολλά δόντια και μεγάλο… … Dictionary of Greek
ταινιοειδέι — ταινιοειδέϊ , ταινιοειδής ribbon like dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)